27/12/07

Η ελληνική απάντηση στους «300»

Πολύς ντόρος έχει γίνει τελευταία με αφορμή την προβολή της ταινίας «300» (παραγωγής Warner Bros., σε σκηνοθεσία Ζακ Σνάιντερ, βασισμένο στο ομώνυμο κόμικ του Φρανκ Μίλερ, που εκδόθηκε το 1998).

Ντόρος τέτοιος, που οδήγησε τους διαχειριστές του δικτυακού τόπου του «Αθηνοράματος» (του γνωστού περιοδικού ενημέρωσης για θέματα ψυχαγωγίας που διατηρεί ανοιχτό «forum» κριτικής ταινιών και ανταλλαγής απόψεων από το κοινό) να κλείσουν το φόρουμ της συγκεκριμένης ταινίας. Πήραν δε εύλογα αυτή την πρωτοφανή απόφαση αφού πρώτα (καλώς) λογόκριναν σβήνοντάς τα χιλιάδες υβριστικά μηνύματα θεατών, που επιτίθεντο με χυδαία χουλιγκανική μανία ο ένας εναντίον του άλλου και όλοι μαζί εναντίον επαγγελματιών κριτικών που είχαν, οι ατυχείς, διαφορετική άποψη από τους «δημοκρατικούς» τους αναγνώστες. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι τα μηνύματα-κριτικές που παρέμειναν στην ιστοσελίδα μετά από όλα αυτά ξεπερνούν τις 4.500, μέσα σε 13 μόλις ημέρες (1 έως 13 Μαρτίου). Βάσει αυτών, και με μια μετριοπαθή εκτίμηση αν η ιστοσελίδα συνέχιζε κανονικά και χωρίς «ψαλίδι», σήμερα οι κριτικές των θεατών θα μετριόταν σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες (!!), πλήθος αρκετό για μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική ανάλυση.

Το παρόν κείμενο δεν σκοπεύει να κάνει μια ακόμη κριτική στην ταινία, αφού οι κριτικές σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ είναι άφθονες για όποιον ενδιαφέρεται. Πολύ συνοπτικά αναφέρω πως προσωπικά την βρήκα μια καλοφτιαγμένη ταινία, με άκρως ενδιαφέρουσα αισθητική, αλλά απλοϊκό και μονοδιάστατο σενάριο και άκρως ύποπτο timing παραγωγής και προβολής. Από αυτό εδώ το βήμα όμως θα ήθελα να δώσω μια άλλη πλευρά για το θέμα: μια άποψη, φοβάμαι, πολιτικά μη ορθή για τους υποψιασμένους κινηματογραφόφιλους (νεοελληνιστί σινεφίλ) αναγνώστες.

Η έμπνευση για αυτό το σχόλιο μου ήρθε την 25η Μαρτίου, αφού για πολλοστή φορά παρακολούθησα στην τηλεόραση την ελληνική ταινία του 1971 «Παπαφλέσσας: Η μεγάλη στιγμή του ’21» (παραγωγή Τζέιμς Πάρις, σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο). Την ταινία αυτή τη βλέπω κάθε χρόνο, όταν την πετυχαίνω (ανήκω σ’ αυτούς που βλέπουν όσες από τις επετειακές-εορταστικές, χριστουγεννιάτικες, πασχαλινές, για το ’40, για το ’21 κ.λπ., ταινίες προλαβαίνουν, άσχετα με την ιδεολογία που εκφράζει κάθε ταινία, απλώς γιατί τους αρέσουν).

Αφού λοιπόν απόλαυσα και φέτος τον Παπαφλέσσα μου, κι αφού είχα προ ημερών παρακολουθήσει και τους «300» καθώς και τον χαμό που τους ακολούθησε, σκέφτηκα πως μια σύγκριση μεταξύ των δύο ταινιών θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, αφού στο κάτω-κάτω πραγματεύονται το ίδιο θέμα, απλώς σε διαφορετική ιστορική περίοδο (Θερμοπύλες οι «300», Μανιάκι ο «Παπαφλέσσας»). Και το πιο ενδιαφέρον είναι πως τελικά το αποτέλεσμα της σύγκρισης αυτής ήταν, να μην πω συντριπτικά, να πω σαφώς καθαρά υπέρ του Παπαφλέσσα (εδώ επαφίεμαι στην επιείκια της σινεφίλ κοινότητας...).

Και εξηγούμαι, προσπερνώντας το θέμα «βασισμένο σε κόμικ» που τελικά κανέναν θεατή δεν αφορά, ούτε είναι υποχρεωμένος να το γνωρίζει ή να το διαβάσει για να έχει άποψη για την ταινία. Είναι σα να λέμε «δείξτε επιείκια για την ταινία, δεν φταίει, το κόμικ έτσι είναι», αλλά φταίει, προφανώς. Στην ιστορία του σινεμά έχουν υπάρξει αμέτρητες αριστουργηματικές μεταφορές λογοτεχνίας, που χωρίς να προδώσουν τα πρωτότυπα έργα τα προχώρησαν, και μερικές φορές τα ξεπέρασαν — βλ. π.χ. το «Δρ Ζιβάγκο», βασισμένο στο βιβλίο του Μπόρις Πάστερνακ. Γενικά πιστεύω πως κάθε έργο τέχνης σε πρώτη φάση πρέπει να κρίνεται αυτόνομα, και μόνο σε δεύτερη βάσει των συνθηκών κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε, τον τόπο, το χρόνο, τις προηγούμενες αναφορές-εμφανίσεις του θέματός του κ.λπ. Έτσι, με βάση αυτή την άποψη, προχωρώ στην σύγκριση αυτή.

Α) Από άποψη σεναρίου (το βασικότερο συστατικό μιας ταινίας, εκτός ειδικών περιπτώσεων στις οποίες δεν ανήκουν οι «300» παρά το ιδιαίτερο βάρος τους στην αισθητική), ο «Παπαφλέσσας» σκίζει! Δεν ξέρω αν ιστορικά είναι ακριβής η περιγραφή της προσωπικότητας του Δικαίου —δεν είμαι ιστορικός ώστε να γνωρίζω το ζήτημα σε βάθος— αλλά στην ταινία είναι αληθοφανής και οπωσδήποτε συναρπαστική από δραματική άποψη. Παρουσιάζεται γεμάτος αντιφάσεις: άνθρωπος φλογερός, παθιασμένος αλλά και υπολογιστής, γεμάτος χριστιανική αγάπη αλλά και εμπαθής, με τεράστιο όραμα αλλά και μεγάλη ματαιοδοξία, ικανός για το μεγαλύτερο και για το μικρότερο. Συνολικά μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική προσωπικότητα, συγκλονιστική στην περιπλοκότητά της. Εκτός όμως από την απόδοση, ιστορική και ανθρώπινη, της προσωπικότητας του ήρωα το σενάριο αυτό είναι, ως δημιούργημα, γεμάτο από αρετές: φοβερά δεμένο, πυκνό, στιβαρό στον λόγο και στην πλοκή, πολύ πλούσιο σε πληροφορίες και στην απόδοση πολυποίκιλων και χαρακτηριστικών λεπτομερειών για τα γεγονότατα και τον ψυχισμό όλων των προσώπων που εμφανίζονται σ’ αυτό. Αυτό το τελευταίο μάλιστα, δηλαδή η επεξεργασία σε τόσο βάθος των δευτερευόντων χαρακτήρων (Κανέλλος Δεληγιάννης, Κολοκοτρώνης, Αναγνωστόπουλος, Δράμαλης και Ιμπραήμ πασάς κ.ά.) είναι υποδειγματική και θα αποτελούσε νομίζω άριστο υλικό μελέτης για σύγχρονους σεναριογράφους.

Για το σενάριο των 300 δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει κάτι θετικό, αφού είναι η επιτομή της μονοδιάστατης σχηματικότητας, φοβερά προβλέψιμο, υπερβολικά λιγόλογο και τελικά σχεδόν βαρετό. Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, αλλά λακωνικότητα σίγουρα δεν σημαίνει την ανυπαρξία πλοκής και βάθους χαρακτήρων των «300»! Και πάλι λέω εδώ, ας μην ειπωθεί ότι «έτσι είναι το κόμικ»... Διότι ακόμη και στο «Αστερίξ και Κλεοπάτρα» έβαλαν ένα σωρό σεναριακά ευρήματα για να βγει μια ευπρεπής ταινία δύο ωρών, και είχαν και για πρώτη ύλη έναν τεράστιο Gossiny, όχι τον απλώς αξιόλογο Miller! Στις διάφορες μεταφορές κόμιξ που έχουν γυριστεί, από τον Σούπερμαν, τον Μπάτμαν και τον Σπάιντερμαν μέχρι τον Αστερίξ που προανέφερα, τα σενάρια ήταν πλήρως διασκευασμένα, και πολλά πολύ αξιόλογα. Καταλήγει κανείς να αναρωτιέται εύλογα αν κατ’ αρχήν μπορεί ένα κόμικ να μεταφερθεί πιστά στο σινεμά δίνοντας μια αξιόλογη ταινία, αφού ο κινηματογράφος είναι σαφώς ένα πολύ πιο πολυδιάστατο και απαιτητικό είδος τέχνης από το αφηγηματικό σκίτσο.

Συμπερασματικά λοιπόν, από την άποψη του σεναρίου ο «Παπαφλέσσας» νικά κατά κράτος τους «300».

Β) Σχετικά με την ακρίβεια του ιστορικού πλαισίου της αφήγησης στις δύο υπό σύγκριση ταινίες, επίσης δεν είμαι ειδική. Υπάρχουν κάποιες αδυναμίες όπως, π.χ., στον «Παπαφλέσσα», η αναφορά της συμβατικής εορταστικής ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου ως της πραγματικής ημερομηνίας που έγινε η επίσημη έναρξη του Αγώνα (είναι γνωστό πως η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος καθιερώθηκε 17 χρόνια μετά, το 1938, με σχετικό διάταγμα του Όθωνα). Επίσης και στους «300», όπου π.χ. αφ’ ενός δεν αναφέρονται καθόλου οι 700 Θεσπιείς και αφ’ ετέρου παραμορφώνεται τελείως, σε κυριολεκτικά τερατώδη βαθμό, η εικόνα των Περσών και ο ίδιος ο Ξέρξης.

Η σύγχρονη πολιτικά ορθή τάση της μόδας επιτάσσει να βγάζουμε σπυριά όταν πέφτουμε πάνω σε τέτοιες (ηθελημένες) ανακρίβειες και να αρχίζουμε να κραυγάζουμε εναντίων των εθνικιστών και πατριδοκάπηλων που διαστρεβλώνουν την ιστορία. Εν πάσει περιπτώσει εγώ, παρ’ όλο που δεν μέμφομαι την πολιτική ορθότητα εν γένει, δεν αποτροπιάζομαι με τα παραπάνω. Δεν με πειράζει δηλαδή αν για λόγους κινηματογραφικής (ή και ιστορικής, τελικά, στη σχολική κυρίως βιβλιογραφία) οικονομίας συμπυκνώνονται σε μία συμβολική ημερομηνία γεγονότα μερικών εβδομάδων όπως αυτά του Μαρτίου 1821, ή αποσιωπούνται οι Θεσπιείς για να λάμψει ακόμη πιο πολύ το ανδραγάθημα των Σπαρτιατών και να ενισχυθεί έτσι η παραδειγματική του επίδραση στους επιγόνους. Θεωρώ αυτές τις συμβάσεις αποδεκτές και καθόλου αξιοκατάκριτες, ακόμη κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταγράφονται λανθασμένες πληροφορίες στο συλλογικό υποσυνείδητο από πανίσχυρα μέσα όπως ο κινηματογράφος.

Όλα τα παραπάνω λάθη, λοιπόν, κατα την άποψή μου δικαιολογούνται και στις δύο ταινίες εξίσου.

Υπάρχει όμως ένα σημείο στους «300» που, κατ’ εμέ, δεν δικαιολογείται: Η διαστρέβλωση του πολιτεύματος της Σπάρτης. Διαστρέβλωση τόσο τεράστια, που και ο πιο καλόπιστος αναγκάζεται να αναρωτηθεί ποιούς σκοπούς των δημιουργών της ταινίας εξυπηρέτησε. Όι Έφοροι παρουσιάζονται (στην ταινία και στο κόμικ) σαν αιωνόβια, λεπρικά και σχεδόν εξωανθρώπινα εξαμβλώματα, αποκομμένα κυριολεκτικά από τη σπαρτιατικό Δήμο αφού κατοικούσαν σε δυσπρόσιτα βουνά, πλάσματα ακόλαστα, γεμάτα αποκρυφισμό, λαγνεία και απληστία για χρυσό και εξουσία, αδιάφορα για αξίες όπως η τιμή και η ελευθερία της πόλης. Δεν αναφέρεται ακριβώς, αλλά προκύπτει σαφώς πως κατείχαν την εξουσία για ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα, ισόβια, ίσως και αιώνια, καθισμένοι αυθαίρετα στο σβέρκο του λαού και ενεργώντας αποκλειστικά ιδιοτελώς. (Είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα οι 5 Έφοροι ήταν πολίτες της Σπάρτης, εκλέγονταν από το Δήμο και είχαν θητεία αυστηρά ενός έτους, χωρίς δυνατότητα επανεκλογής). Επίσης, τα συλλογικά όργανα του Δήμου της Σπάρτης εμφανίζονται απολύτως άβουλα και χειραγωγούμενα από επιτήδειους λαοπλάνους ενώ ο Λεωνίδας παρουσιάζεται ως ένας απόλυτος μονάρχης που, ενεργώντας πραξικοπηματικά, αψήφισε νόμους και Δήμο και παίρνοντας 300 πολεμιστές ξεκίνησε από μόνος του για τον πόλεμο. (Είναι επίσης γνωστό πως όλα αυτά θα ήταν απλώς αδύνατα, διότι το σπαρτιατικό πολίτευμα διέθετε δύο βασιλείς, καθώς και πανίσχυρους αλληλο-ελεγχόμενους θεσμούς όπως η Γερουσία και η Απέλλα: συνολικά, ένα πολίτευμα που, αν και όχι απόλυτα δημοκρατικό σαν της Αθήνας, πάντως θωρακισμένο απέναντι σε τέτοιες αυθαιρεσίες). Όλες αυτές οι βαριές ιστορικές ανακρίβειες αναγκάζουν τον καλόπιστο θεατή που προανέφερα να ξαναθυμηθεί διάφορες ανθελληνικές θεωρίες παγκοσμίων συνομωσιών, που είναι προσανατολισμένες στο να αμαυρώσουν τα αρχαία ελληνικά πολιτεύματα. Θεωρίες οπωσδήποτε εξωφρενικές, αναληθοφανείς και απεχθείς, αλλά πάντως διατυπωμένες και συζητημένες ευρύτατα τα τελευταία χρόνια.

Έτσι, λοιπόν, το συμπέρασμα κι εδώ είναι αβίαστο: ο «Παπαφλέσσας» είναι ιστορικά πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από τους «300» —σε ό,τι αφορά τουλάχιστον θέματα ουσίας με πολιτικές προεκτάσεις— και, επιπλέον, δίνει κι ένα πλήθος ιστορικών αναφορών, γεγονότων, λεπομερειών και γενικά πληροφοριών, που λείπουν τελείως από τους ανούσιους, πλην των εντυπωσιακών μαχών, «300».

Γ) Από άποψη σκηνοθεσίας: Εδώ μπαίνουν πολλές παράμετροι, πρέπει να συνυπολογιστεί η παλαιότητα του «Παπαφλέσσα», τα μέσα της εποχής του κ.λπ., αλλά δεν θα επεκταθώ πολύ. Λέω μόνο ότι και οι δύο ταινίες ήταν άρτιες και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δικαίωσε τις προθέσεις των δημιουργών και τις προσδοκίες των θεατών τους. Οι «300» κέρδιζαν στην απόδοση των μαχών, ο «Παπαφλέσσας» στην απόδοση των χαρακτήρων και την ψυχωμένη αφήγηση των γεγονότων. Το πατριωτικό πάθος, ας πούμε ότι αποδόθηκε εξίσου καλά και στις δύο, οπότε έχουμε ισοπαλία!

Δ) Κάπου εδώ πρέπει να δούμε και τις ερμηνείες: ο Παπαμιχαήλ έκανε την ερμηνεία της ζωής του, μια απίστευτη ερμηνεία για μεγάλα βραβεία, και όλο το υπόλοιπο καστ έβγαλε τον καλύτερό του εαυτό. Από την άλλη μεριά οι ηθοποιοί στο «300» δεν είχαν και πολλά να κάνουν μ' αυτούς τους άδειους δραματικά, μονοδιάστατους και ανούσιους ρόλους, με την αδύναμη εξαίρεση του βασιλικού ζεύγους.

Ε) Σκηνικά-κοστούμια: Κατά τη γνώμη μου ο «Παπαφλέσσας», σε σχέση με τα μέσα της εποχής του στην Ψωροκώσταινα, ήταν ένα πραγματικό επίτευγμα, αφού δεν μπορώ να φανταστώ τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει η παραγωγή σε μια τέτοια ταινία! Και οι «300» ήταν εντυπωσιακοί, αλλά πολύ πλαστικοί για τα γούστα μου και, σε κάθε περίπτωση, άλλο το ραφτό θεατρικό κοστούμι και άλλο το ψηφιακό. Με λίγα λόγια, νομίζω πως για να είναι μια σύγχρονη αμερικάνικη παραγωγή εφάμιλλη του «Παπαφλέσσα» στον τομέα αυτό, τηρουμένων ξαναλέω των αναλογιών, θα έπρεπε να είναι, για παράδειγμα, πιο κοντά στο επιπέδο του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Οι «300» όμως ούτε που πλησίασαν σ’ αυτά τα πρότυπα.

ΣΤ) Μουσική: Προτιμώ σαφώς την συγκινητική μουσική του Καπνίση από του Bates.

Z) Τελευταία άφησα την ιδεολογική σύγκριση, δηλαδή την σύγκριση των ιδεολογημάτων, των αξιών και των αρχών, όπως εκφράζονται μέσα από τις δύο ταινίες. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, οι αρετές όπως ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η ανδρεία, η προσωπική και στρατιωτική τιμή, η επιδίωξη της απόκτησης ή της διατήρησης της ελευθερίας με κάθε τίμημα και η αναγνώρισή της ως ύψιστη αξία κ.ά. παρουσιάζονται και εξυμνούνται επαρκώς και εξίσου και από τις δύο.

Καθώς όμως θεωρώ σημαντική παράμετρο για την κρίση ενός έργου τέχνης το βάθος ή, αντίθετα, την μονολιθικότητα με την οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει τα πράγματα, πρέπει να επισημάνω ότι στον «Παπαφλέσσα» αποφεύγεται σχεδόν τελείως η σχηματική αντίθεση καλού-κακού. Συναντάμε δηλαδή στην ταινία αυτή συνεχώς γκρίζες ζώνες αμφιθυμίας: στην ηθική των χαρακτήρων, στα κίνητρά τους, στις αποφάσεις τους, ακόμη και στα αποτελέσματα των πράξεών τους (ο Ιμπραήμ φιλάει τον νεκρό Παπαφλέσσα). Όλα αυτά επιδέχονται πολλές ερμηνείες και της χαρίζουν μεγάλο ιδεολογικό βάθος και ενδιαφέρον. Από την άλλη μεριά, στους «300» η αντίθεση καλού-κακού είναι εντελώς ακραία και τόσο σχηματική και υπερβολική που δεν αντέχει σε οποιαδήποτε σοβαρή κριτική. Αυτή η μονολιθικότητα, που σκηνοθετικά της δίνει δύναμη, ιδεολογικά αποτελεί και τη μεγάλη αδυναμία αυτής της ταινίας.

Τέλος, πρέπει να γίνει ένα σχόλιο για την πιθανή εκ του πονηρού εκμετάλλευση της ιδεολογίας των δύο ταινιών από την πολιτικο-κοινωνική συγκυρία της εποχής τους.

Σχετικά με τους «300», νομίζω πως δύο συμπεράσματα μπορούν να βγουν αβίαστα: Πρώτον, ο δημιουργός του κόμικ δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για προσπάθεια πολιτικής προπαγάνδας, αφ’ ενός διότι το κόμικ σαν μέσο επικοινωνίας είναι πολύ περιορισμένης εμβέλειας και αφ’ ετέρου διότι δημοσιεύτηκε το 1998, σε μια εποχή πιο ανύποπτη πολιτικά από τη σημερινή, αφού η τότε επιθετικότητα των ΗΠΑ εναντίον της Μέσης Ανατολής ήταν μικρότερης κλιμακας από ό,τι σήμερα. Ο κομίστας Miller έχει μια γνήσια λατρεία για τις Θερμοπύλες και τη Σπάρτη γενικώς και την εξέφρασε με καλλιτεχνική ελευθερία ή, έστω, άγνοια, αλλά χωρίς πολιτική υστεροβουλία. Δεύτερον, το γεγονός ότι η τεράστια αμερικάνικη εταιρία παραγωγής Warner Bros. χρηματοδότησε και έβγαλε στις αίθουσες την ταινία το 2007 —εννέα ολόκληρα χρόνια μετά τη δημοσίευση του κόμικ και σε μια εποχή τεράστιας κλιμάκωσης των γεωστρατηγικών αμερικανικών επιδιώξεων στη Μέση Ανατολή και ειδικά στο Ιράν— δεν μπορεί θεωρηθεί τυχαίο. Για άλλη μια φορά πρέπει κανείς να είναι πάρα πολύ καλόπιστος για να μην συσχετίσει το σχήμα «“καλοί, ανδρείοι και πανέμορφοι Σπαρτιάτες που πεθαίνουν με τιμή για την ελευθερία” εναντίον “κακών, απολίτιστων και τερατόμορφων Περσών που απειλούν τον πολιτισμένο κόσμο”» με τον επαπειλούμενο σύγχρονο περσικό πόλεμο και την ανάγκη δικαιολόγησής του στην διεθνή κοινή γνώμη.

Ο «Παπαφλέσσας», με τη σειρά του, από ό,τι ξέρω επίσης θεωρείται πως επί χούντας χρησιμοποιήθηκε για άσκηση προπαγάνδας από τους συνταγματάρχες. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πως επειδή το σχήμα «πατριώτης δεξιός» εναντίον «αντιπατριώτη κομμουνιστή» υπήρχε μόνο στη φαντασία των συνταγματαρχών, έργα όπως ο «Παπαφλέσσας» καθόλου τελικά δεν εξυπηρέτησαν τη χούντα, δεν της ανέβασαν δηλαδή τη δημοτικότητα μέσω της έξαρσης του πατριωτισμού όπως επεδίωκε. Δυστυχώς αντίθετα έγιναν τα πράγματα, δηλαδή η υποστήριξη της χούντας δυσφήμισε ένα πλήθος αξιόλογης καλλιτεχνικής παραγωγής στιγματίζοντάς την ως «χουντική», και αργότερα απλώς «δεξιά» και «εθνικόφρονη». Μια δυσφήμιση, της οποίας ο απόηχος ως γνωστόν φτάνει μέχρι και τις μέρες μας. Σε μια τέτοιου είδους δυσφήμιση βέβαια, σε παγκόσμιο τώρα επίπεδο, έχει ήδη πέσει και το «300», ταυτιζόμενο με την αντι-ιρανική προπαγάνδα των ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παγκόσμιας εμβέλειας προπαγάνδα των ΗΠΑ μέσω των «300» μάλλον δεν μπορεί να συγκριθεί με την τοπικής εμβέλειας προπαγάνδα της χούντας, αν και οι προθέσεις είναι εξίσου καταδικαστέες.

Συμπερασματικά λοιπόν, και σαν αποτέλεσμα όλης της προηγούμενης ανάλυσης για τα επιμέρους χαρακτηριστικά των δύο αυτών ταινιών, φαίνεται καθαρά ότι οι «300», ακόμα κι αν δεν τους βάραινε η υποψία της χρήσης τους ως προπαγανδιστικού εργαλείου των ΗΠΑ, δεν είναι δα και κανένα αριστούργημα. Ο «Παπαφλέσσας» όμως, για τα μέτρα της εποχής και του τόπου που δημιουργήθηκε, ήταν!


(Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Μάρτιο του 2007 και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2007 στο περιοδικό "Νέα Πολιτική", τεύχος 20.)


Δεν υπάρχουν σχόλια: