27/12/07

Το «ζήτημα Γεννηματά» και η σημασία του στις πολιτικές εξελίξεις

Το ζήτημα της Φώφης Γεννηματά είναι το σπουδαιότερο αρνητικό πολιτικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών, παρά την ελάσσονα αφορμή που το προκάλεσε (η κατάρτιση του ψηφοδελτίου επικρατείας ενός κόμματος). Γι’ αυτό και συνεχίζει να μας απασχολεί, παρά την υποβάθμισή του από την ένοχη αντιπολίτευση, τη σεμνή και ταπεινή αντιμετώπισή του από την αδίκως κατηγορούμενη συμπολίτευση και την αξιοπρεπή στάση της κατασυκοφαντούμενης δικαιοσύνης. Διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι σε πενήντα χρόνια η λέξη «Γεννηματά» θα είναι συμβολική, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα λ.χ. η λέξη «Γουδί» είναι συμβολική και σημαίνει την λαϊκή εξέγερση, η «Σμύρνη» την καταστροφή, η «δίκη των έξι» την τιμωρία, η «αποστασία» την προδοσία, το «Πολυτεχνείο» την αντίσταση κ.λπ. (χωρίς όλα αυτά να είναι απαραιτήτως δίκαια από ιστορική άποψη· απλώς έτσι αποτυπώθηκαν στη συλλογική συνείδηση).

Η λέξη «Γεννηματά» θα γίνει το σύμβολο της πολιτικής ανηθικότητας, και μάλιστα δίκαια. Και όχι βέβαια γιατί δεν υπήρξαν στο παρελθόν και άλλες περιπτώσεις ανηθικότητας και ψεύδους. Υπήρξαν άφθονες και μάλιστα κάποιες είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα (π.χ. εκδοτικά και οικονομικά σκάνδαλα, αυριανισμός, έγχρωμα ψηφοδέλτια, εθνικοί χειρισμοί τύπου mea culpa, Οτσαλάν, Ίμια, κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ. ων ουκ εστί αριθμός), αφού είναι σίγουρο πως η πολιτική απάτη και ανηθικότητα περισσεύουν στο δημόσιο βίο. Όμως καμία άλλη περίπτωση δεν υπήρξε τόσο κραυγαλέα, τόσο σαφής, τόσο απόλυτα και επιστημονικά αντικειμενική όσο η υπόθεση Γεννηματά.

Κάθε άλλη περίπτωση πολιτικών επιλογών ή χειρισμών στο παρελθόν, οσοδήποτε λανθασμένη ή/και αμοραλιστική, πάντα άφηνε χώρο για αντίθετη υποστηρικτική επιχειρηματολογία. Η κριτική ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ζήτημα άποψης και πολιτικής τοποθέτησης σε επίπεδο αρχών ή προθέσεων, ή έστω ζήτημα ερμηνείας του νόμου. Η περίπτωση Γεννηματά όμως δεν αφήνει κανένα περιθώριο υποκειμενικής ανάλυσης, αντίθετα είναι καθαρή και ξάστερη σε βαθμό πρωτοφανή για την πολιτική ζωή στη χώρα μας. Και αυτή η μοναδική της αντικειμενικότητα είναι που την κάνει τόσο σημαντική, γι’ αυτό έχει ήδη δυσανάλογα μεγάλες συνέπειες και γι’ αυτό ίσως οδηγήσει στην αρχή μιας νέας, αλλά όχι καλύτερης, πολιτικής εποχής.

Το θέμα Γεννηματά έχει έξι σκέλη, ένα είδος έξι πράξεων ενός μακράς διαρκείας πολιτικού δράματος, τις οποίες θα προσπαθήσω να εκθέσω στη συνέχεια.


Η παρανομία

Η υπόθεση ξεκινάει με την παρανομία που διέπραξε προσωπικά ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν τοποθέτησε επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ την υπερνομάρχη Αθηνών-Πειραιώς κ. Φώφη Γεννηματά. Είναι παρανομία, λόγω της παραβίασης του άρθρου 56, παράγραφος 1 του Συντάγματος, όπου αναφέρεται ρητά ότι «τα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν».

Σημειώνεται και τονίζεται ότι από τη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, που απαγορεύει ρητά και απόλυτα όχι μόνο την εκλογή αλλά και την ανακήρυξη ως υποψηφίου ενός προσώπου με το συγκεκριμένο κώλυμα δεν εξαιρούνται οι βουλευτές επικρατείας. Επίσης υπενθυμίζεται ότι η ανακήρυξη μιας υποψηφιότητας είναι πράξη που υποχρεωτικά γίνεται πριν από τις εκλογές.

Στην παρανομία αυτή εξυπακούεται πως φυσική αυτουργός και απολύτως υπεύθυνη έναντι του νόμου είναι η ίδια η κ. Γεννηματά, αφού ο ίδιος ο βουλευτής είναι αυτός που αποφασίζει αν θα θέσει τελικά υποψηφιότητα, όχι το μόρφωμα που ονομάζεται «κόμμα». Αυτό το τονίζω γιατί υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια να υποστηριχθεί πως η κ. Γεννηματά έθεσε υποψηφιότητα εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, υπακούοντας δηλαδή τον αρχηγό της. Αυτό είναι τόσο παραπλανητικό όσο ψευδής είναι και ο ισχυρισμός της πως, όταν σε ανύποπτο χρόνο δήλωνε ότι «δεν θα είμαι υποψήφια γιατί έχω απόλυτο κώλυμα», εννοούσε ότι είχε κώλυμα για την Α΄ Αθηνών. Φυσικά ποτέ και πουθενά δεν ανέφερε η κ. Γεννηματά τις λέξεις «Α΄ Αθηνών» σε αυτές τις παλιές της δηλώσεις και συνεντεύξεις. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού δεν υπάρχει τέτοια διάκριση μεταξύ βουλευτών Α΄ Αθηνών και επικρατείας στο άρθρο 56 παρ. 1 του Συντάγματος!


Η απάτη

Άραγε ο κ. Παπανδρέου (ως ηθικός αυτουργός) και η κ. Γεννηματά παρανόμησαν εν γνώσει τους ή εν αγνοία τους; Μήπως εσκεμμένα προσπάθησαν να ανακηρυχθεί υποψήφια η κ. Γεννηματά, παρ’ όλο που ήξεραν ότι απαγορεύεται, ώστε να εξαπατήσουν το εκλογικό σώμα για να υφαρπάξουν ψήφους; Ή μήπως έκαναν μια γκάφα ολκής από βλακεία ή/και «άγνοια νόμου»; (Βεβαίως και ο τελευταίος πολίτης γνωρίζει ότι η «άγνοια νόμου» απαγορεύεται και δεν αποτελεί ελαφρυντικό ή λόγο απαλλαγής από μια κατηγορία).

Με άλλα λόγια απλώς παρανόμησαν ή διέπραξαν και απάτη;

Είναι γνωστό ότι πριν από την ανακοίνωση του ψηφοδελτίου επικρατείας ζητήθηκε και δόθηκε στους ενδιαφερόμενους η γνωμοδότηση του έγκριτου συνταγματολόγου κ. Γ. Παπαδημητρίου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου και υποψηφίου σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Η γνωμοδότηση αυτή θεωρήθηκε θετική για την υποψηφιότητα Γεννηματά, οπότε και η τελευταία τελικά αποφασίσθηκε. Άραγε τι ακριβώς είπε (ιδιωτικώς, όχι δημόσια στα ΜΜΕ) ο κ. Παπαδημητρίου στον κ. Παπανδρέου και στην κ. Γεννηματά, όταν τους έδωσε το «πράσινο φως»; Δύο περιπτώσεις υπάρχουν (που καμιά τους δεν ελαφρύνει την θέση των Παπανδρέου-Γεννηματά ως προς την παρανομία, αλλά είναι χρήσιμες για την διερεύνηση του ενδεχόμενου δόλου):

α) Ότι δεν υπάρχει κανένα κώλυμα, ούτε για την ανακήρυξη της υποψηφιότητάς της κ. Γεννηματά, ούτε για την εκλογή της. Μια τέτοια γνωμοδότηση όμως είναι τελείως απίθανη, παρ’ όλο που ίδιος ο κ. Παπαδημητρίου, μετά το φιάσκο, ανέφερε δημόσια σε επίσημη ανακοίνωσή του πως «η προτεινόμενη κατείχε μεν θέση ανώτερου μονοπρόσωπου οργάνου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση του β΄ βαθμού, αλλά δεν υπέβαλε υποψηφιότητα σε βασική εκλογική περιφέρεια προς εκλογή με το σύστημα της σταυροδοσίας. Με αυτά τα δεδομένα, δεν συντρέχει στο πρόσωπό της, κατά την ορθότερη άποψη, κώλυμα, αφού από τη θέση που κατείχε δεν είναι αντικειμενικά δυνατό να επηρεάσει τους ψηφοφόρους κατά τρόπο αθέμιτο» (βλ. επίσημη ιστοσελίδα του ΠΑΣΟΚ, http://www.pasok.gr/portal/gr/51139/2/1/showdoc2.html). Και παρ’ όλο που αυτή τη θέση, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κώλυμα, την επανέλαβε δημοσίως και ανερυθρίαστα και σε τηλεοπτικά παράθυρα, όπου διευκρίνισε ότι οφείλουμε να ερμηνεύσουμε το άρθρο 56 όχι σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του νομοθέτη(!). Ξέχασε βέβαια να πει πως προστρέχουμε στο πνεύμα ενός νόμου μόνο όταν το γράμμα του είναι ασαφές ή η εφαρμογή του έχει αποτελέσματα αναντίστοιχα με την πρόθεση του νομοθέτη, συνθήκες που καταφανώς δεν ισχύουν για το άρθρο 56 του Συντάγματος, και ιδίως όταν αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση Γεννηματά (βλ. παρακάτω). Πρέπει να γίνει από όλους μας κατανοητό πως το να λέει ένας συνταγματολόγος ότι «η Γεννηματά δεν έχει κώλυμα» ισοδυναμεί με το να λέει ένας αστρονόμος ότι «το φεγγάρι είναι φτιαγμένο από τυρί». Το ενδεχόμενο να είπε ο κ. Παπαδημητρίου ιδιωτικώς αυτά που είπε δημοσίως πρέπει να την απορρίψουμε, δεδομένου και του ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας άλλος συνάδελφός του συνταγματολόγος να υποστηρίξει αυτή την ανεκδιήγητη φαρισαϊκή σοφιστία περί μη ύπαρξης κωλύματος.

β) Ότι υπάρχει απόλυτο κώλυμα, όμως η υποψηφιότητα δεν θα απορριφθεί από τον Άρειο Πάγο πριν τις εκλογές αλλά, αν γίνει έσταση, θα εξεταστεί από το εκλογοδικείο μετά. Αυτή είναι εμφανώς η πιο πιθανή γνωμοδότηση, αφού και ο ίδιος ο κ. Παπαδημητρίου λέει (ό.π.) ότι «το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου κατά την ανακήρυξη του συνδυασμού Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να ακολουθήσει πιστά τις επιταγές του Συντάγματος, να κινηθεί αυστηρά στο πλαίσιο της αρμοδιότητας που του αναθέτει η εκλογική νομοθεσία, να μην προβεί καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του σε έλεγχο τυχόν συνδρομής κωλυμάτων εκλογιμότητας και να ανακηρύξει τη Φώφη Γεννηματά υποψήφια βουλευτή Επικρατείας». Αυτή τη γνώμη εξέφρασαν άλλωστε και οι άλλοι δύο πρωτοκλασάτοι παρά τω ΠΑΣΟΚ έγκριτοι συνταγματολόγοι, οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου στο Παν/μιο Θεσσαλονίκης και στο Πάντειο Παν/μιο αντίστοιχα κ.κ. Ευάγγελος Βενιζέλος (αργότερα υποψήφιος αρχηγός και επίδοξος πρωθυπουργός της Ελλάδας) και Ανδρέας Λοβέρδος (το δεξί χέρι του προηγουμένου), γνώμη που πάντως εκφράστηκε εκ των υστέρων, αφού λένε πως δεν τους ζητήθηκε γνωμοδότηση.

Πέρα από όλα αυτά όμως, ακόμη και αν οι Παπανδρέου-Γεννηματά παρανόμησαν με δόλο, ακόμη δηλαδή κι αν προσπάθησαν να εξαπάτησουν το λαό, το γεγονός αυτό δεν έχει τόσο μεγάλη πολιτική σημασία, όσο τα γεγονότα που ακολούθησαν όταν η παρανομία και η ενδεχόμενη απάτη αποκαλύφθηκαν.

Και εξηγώ γιατί η παρανομία και η απάτη δεν είναι η σημαντικότερη πλευρά του ζητήματος Γεννηματά: Διότι δεν είναι σπάνια η πρακτική των κομματικών επιτελείων, ή ακόμα και των ίδιων των αρχηγών, να τοποθετούν στα ψηφοδέλτιά τους ως υποψήφιους βουλευτές δημοφιλή πρόσωπα που όμως έχουν γνωστά (σ’ αυτούς που τους επιλέγουν) κωλύματα εκλογιμότητας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, π.χ., ότι ο κ. Κων/νος Μητσοτάκης παραδέχθηκε ευθαρσώς ότι είχε μπει σε πειρασμό να κάνει κάτι τέτοιο. Το κίνητρο γι’ αυτή την (εσκεμμένη) παρανομία είναι ότι τα πρόσωπα αυτά αναμένεται να προσελκύσουν στις εκλογές αρκετές ψήφους ώστε να αποκομίσουν σημαντικά εκλογικά οφέλη για λογαριασμό του κόμματός τους, ανεβάζοντας το ποσοστό του ή κερδίζοντας ακόμα και κάποια βουλευτική έδρα. Και το σκεπτικό είναι πως ακόμα κι αν μετά τις εκλογές ακυρωθεί η εκλογή των συγκεκριμένων κωλυόμενων προσώπων από το εκλογοδικείο, οι κερδισμένες ψήφοι δεν χάνονται για το κόμμα, ούτε βέβαια η βουλευτική έδρα! Την πρακτική αυτή προσπάθησε να σταματήσει και το άρθρο 56 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας ότι οι νομάρχες μπορούν να επηρρεάσουν πολύ το εκλογικό σώμα, είτε σε τοπικό επίπεδο είτε σε ευρύτερο, ακόμα και σε πανελλαδικό όπως στην περίπτωση Γεννηματά. Η κ. Γεννηματά όχι μόνο ήταν η αιρετή υπερνομάρχης Αθηνών-Πειραιά, δηλαδή εκπροσωπούσε, διοικούσε και ψηφιζόταν από ένα τεράστιο κομμάτι του εκλογικού σώματος αλλά έφερε και ένα ιδιαίτερα βαρύ πολιτικό όνομα, πανελλαδικής εμβέλειας. Γι’ αυτό άλλωστε τοποθετήθηκε και επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, διότι το εκλογικό όφελος από τη βροντερή και συμβολική αυτή υποψηφιότητα (όπως την θεωρούσε ο κ. Παπανδρέου) αναμενόταν πανελλαδικά πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αν συμμετείχε απλώς στο ψηφοδέλτιο επικρατείας σε άλλη εκλόγιμη θέση, ή αν π.χ. διαγκωνιζόταν με άλλους 16 για ένα σταυρό στην Α΄ Αθηνών.

Εν πάση περιπτώσει, η στρατηγική αυτή φανερώνει όντως μια κάπως ελαστική πολιτική συνείδηση, αποτελεί οπωσδήποτε παρανομία και απάτη, αλλά δεν είναι δα και το πιο βαρύ έγκλημα στον κόσμο... Μια πονηριά προσπάθησαν να κάνουν, δεν ήταν οι μόνοι και δεν θα τους παίρναμε και το κεφάλι! Ας δούμε όμως αναλυτικά πώς αποκαλύφθηκε η απάτη, καθώς και τι ακολούθησε.


Η επ’ αυτοφώρω σύλληψη

Για την ιστορία αναφέρω ένα γεγονός που έγινε γνωστό μετά τις εκλογές: Αμέσως μετά την ανακοίνωση του ψηφοδελτίου επικρατείας, την 31η Αυγούστου, ο κ. Βενιζέλος τηλεφώνησε στην κ. Γεννηματά για να της πει τη γνώμη του. Ότι δηλαδή υπάρχει κώλυμα, αλλά σύμφωνα με την συνήθη πρακτική (με λίγο ρίσκο πάντως) θα «περάσει» από τον Άρειο Πάγο. Κι αν μετά τις εκλογές υπάρξει ένσταση (πράγμα απίθανο) και πάει στο εκλογοδικείο, βλέπουνε...

Αλλά ήταν πια αργά. Στις 2 Σεπτεμβρίου ο Άρειος Πάγος απέκλεισε την κ. Γεννηματά από την εκλογική αναμέτρηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, με το σκεπτικό ότι «δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφια σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 56 παράγραφος 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι είναι ανώτερο αιρετό μονοπρόσωπο όργανο των Οργανισμών Αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθμού και δεν έχει λήξει η θητεία της. Η δε παραίτησή της από το ανωτέρω αξίωμα δεν έχει έννομη επιρροή σύμφωνα με την ίδια ως άνω συνταγματική διάταξη».

Οπ! Κάτι δεν πάει καλά εδώ, θα αναφωνήσει ο υποψιασμένος πολίτης. Γιατί το ανώτατο δικαστήριο μιλάει για την παραίτηση της κ. Γεννηματά; Πού το ήξεραν οι δικαστές ότι ήταν νομάρχης και ότι παραιτήθηκε; Το ερευνήσαν; Μα δεν ήταν αυτή η δουλειά τους!!!

Όχι, αγαπητοί αναγνώστες, δεν το ερεύνησαν αφού πράγματι δεν ήταν αυτή η δουλειά τους. Σ’ αυτή τη φάση, όντως, κατά παράδοση (βλ. παρακάτω και τη δήλωση Β. Βενιζέλου) ο Άρειος Πάγος ασχολείται μόνο με τον τυπικό έλεγχο των θετικών προσόντων εκλογιμότητας των υποψηφίων, όπως αυτά εμφανίζονται από τις δηλώσεις υποψηφιότητας που έχουν στα χέρια τους οι δικαστές. Το ανώτατο δικαστήριο δεν ψάχνει τίποτα, εκτός από τα στοιχεία που έχει ήδη εγγράφως μπροστά στα μάτια του.

Γιατί λοιπόν το δικαστήριο αναφέρει την παραίτηση της κ. Γεννηματά; Μα διότι μαζί με την δήλωση υποψηφιότητάς της η ίδια η κ. Γεννηματά κατέθεσε στον Άρειο Πάγο και την δήλωση παραίτησής της από το αξίωμα του υπερνομάρχη, την οποία, ως συννημμένο έγγραφο, έθεσε υπόψη των δικαστών!!! Και να μην ξέρανε δηλαδή οι δικαστές ποια ήταν και ότι ήταν νομάρχης, το μάθανε από την ίδια και μάλιστα με έναν τρόπο που ήταν αδύνατο να παραβλέψουν!

Με την πρωτοβουλία αυτή της κ. Γεννηματά, την κατάθεση δηλαδή της έγγραφης δήλωσης παραίτησής της στο δικαστήριο, φημολογείται πως διαφώνησαν κάποια στελέχη του ΠΑΣΟΚ σε συνεδριάσεις που προηγήθηκαν της ανακοίνωσης του ψηφοδελτίου επικρατείας. Διαφώνησαν, γιατί θεωρούσαν πως η κατάθεση του εγγράφου εξέθετε την κ. Γεννηματά, αφού ισοδυναμούσε με γνωστοποίηση και ομολογία στο δικαστήριο ότι η υποψήφια βρισκόταν στη μέση της θητείας της ως υπερνομάρχης και ότι έχει κώλυμα! Έτσι, είπαν, το δικαστήριο ακόμη κι αν ήθελε (χάριν του ήπιου προεκλογικού κλίματος) δεν θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στο προφανές και απόλυτο συνταγματικό κώλυμα ανακηρυξιμότητας της κ. Γεννηματά που θα ετίθετο φόρα-παρτίδα υπόψη του. Το δικαστήριο θα ήταν αναγκασμένο να απορρίψει την υποψηφιότητά της, αφού η κ. Γεννηματά εμφανίστηκε ενώπιόν του σχεδόν βροντοφωνάζοντας ότι είχε κώλυμα. Τα κατάλαβαν λοιπόν όλα αυτά οι πιο έξυπνοι στο ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν κατάφεραν να πείσουν τους πιο χαζούς(;). Έτσι η δήλωση παραίτησής της έφτασε στον Άρειο Πάγο, και ακολούθησε η γνωστή απόφαση. Όλα αυτά τα ενδιαφέροντα τα αποκάλυψε δημοσιογράφος στο δελτίο ειδήσεων του MEGA, χωρίς να μπορεί να κρύψει την απογοήτευσή του ο άνθρωπος που πέρασε η μία άποψη και όχι η άλλη. Όχι βέβαια για την ηθική διάσταση (την ποια;;) της υπόθεσης... Δεν τον πείραξε καθόλου που το ΠΑΣΟΚ παρανόμησε, τον πείραξε όμως που ήταν τόσο βλάκες(;) ώστε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω!

Θα παραθέσω στη συνέχεια αυτούσια την επιχειρηματολογία του κ. Αντώνη Μανιτάκη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης, σχετικά με την την ουσία της υπόθεσης, αλλά και σχετικά με την αρμοδιότητα του Α΄ τμήματος του Αρείου Πάγου να αποκλείσει την κ. Γεννηματά από το ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ (βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 3/9/2007, οι τονισμοί δικοί μου).

«Δεν χωρεί η παραμικρή αμφιβολία» λέει ο καθηγητής Μανιτάκης «ότι η υποψηφιότητα της κ. Γεννηματά εμπίπτει στο απόλυτο κώλυμα του άρθρου 56 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, όπως τροποποιήθηκε από την αναθεώρηση του 2001 και ότι δεν μπορούσε η ίδια, ως “μονοπρόσωπο αιρετό όργανο” της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αττικής, να εκλεγεί βουλευτής ούτε καν να ανακηρυχθεί υποψήφια σε οποιαδήποτε εκλογική περιφέρεια. Η απαγόρευση καταλαμβάνει ακόμη και τους υποψηφίους του ψηφοδελτίου Επικρατείας, αφού η διατύπωση καταλαμβάνει κάθε υποψήφιο και δεν εξαιρεί του υποψηφίους αυτής της κατηγορίας, όπως το κάνει, αντίθετα, στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, το οποίο αναφέρεται στα τοπικά κωλύματα. Ούτε είναι δυνατόν να μπορεί να παρακαμφθεί η ίδια απαγόρευση με συστατική ερμηνεία της ίδιας διάταξης, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, διότι πρόκειται για ειδική και ρητή συνταγματική πρόβλεψη.

»Τα δικαστήρια που ανακηρύσσουν τους υποψηφίους, και στην περίπτωση των υποψηφίων Επικρατείας το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου, αρκούνται, είναι αλήθεια, σε έλεγχο διαπίστωσης της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων του εκλέγεσθαι, όπως αυτές προκύπτουν από τη δήλωση ή την πρόταση υποψηφιότητας που υποβάλλουν οι υποψήφιοι. Είναι προφανές ότι προβαίνουν σε έλεγχο τυπικό με βάση τα στοιχεία που έχουν μπροστά τους και που περιέχονται στη δήλωση των υποψηφιοτήτων, όπως προβλέπεται εξάλλου από τα άρθρα 32 και 33 του εκλογικού νόμου. Δεν ερευνούν, βέβαια, ούτε κρίνουν ούτε αποφαίνονται για τα κωλύματα ή τα ασυμβίβαστα που δεν προκύπτουν από τις δηλώσεις και για τα οποία απαιτείται κρίση και ειδική έρευνα. Τον έλεγχο αυτό τον διενεργεί κατ’ αποκλειστικότητα το ΑΕΔ, όταν ανοιχτεί η σχετική δίκη και εγερθεί αμφισβήτηση.

»Όταν, όμως, το κώλυμα προκύπτει αβίαστα από τον έλεγχο της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, που γίνεται με βάση τη δήλωση του υποψηφίου, το δικαστήριο που ανακηρύσσει τον υποψήφιο οφείλει να θεωρήσει την υποψηφιότητά του “απαράδεκτη” ως “μη νόμιμη”, όπως προβλέπει το άρθρο 32 παρ. 7 και 33 του εκλογικού νόμου. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό το αρμόδιο δικαστήριο συμμορφώνεται προς το Σύνταγμα, το οποίο επιβάλλει ρητά ότι δεν επιτρέπεται να ανακηρύσσονται υποψήφιοι όσοι έχουν τα κωλύματα του άρθρου 56 παρ. 1 Σ. Επομένως ο Αρειος Πάγος ορθά ενήργησε, θεωρώντας ότι η παραίτηση της κ. Γεννηματά από το αξίωμα του υπερνομάρχη δεν θεράπευε το κώλυμα της ανακήρυξής της. Η παραίτησή της ισοδυναμούσε με δήλωση και ομολογία του κωλύματος και όφειλε ο δικαστής να μην τη λάβει υπόψη, αφού το άρθρο 56 παρ. 1 ορίζει ρητά και απερίφραστα ότι το κώλυμα την εμποδίζει να ανακηρυχθεί υποψήφια, ακόμη και αν παραιτηθεί.»

Παρέθεσα μόνο την άποψη του κ. Μανιατάκη, επιλέγοντάς την μέσα από πλήθος δηλώσεων, ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων πάνω σ’ αυτό το θέμα, διότι πιστεύω πως συμπυκνώνει με άριστο τρόπο την ουσία του ζητήματος Γεννηματά και τεκμηριώνει απόλυτα την ορθότητα του χειρισμού του από τον Άρειο Πάγο.

Θα νόμιζε λοιπόν κανείς πως με την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου το ζήτημα θα έληγε, αφού σε τελική ανάλυση δεν είχε γίνει και καμιά καταστροφή! Εντάξει, τους έπιασαν με τα κλοπιμαία στο χέρι, αλλά θα μπορούσαν να πουν μια συγγνώμη (λέμε τώρα...), ή έστω μερικές δικαιολογίες τύπου «δεν ξέραμε», «μπερδευτήκαμε», «μας παραπλάνησαν οι νομικοί σύμβουλοι», «λυπούμαστε για την αναστάτωση», και τα παρόμοια. Τότε ίσως το θέμα Γεννηματά να είχε ξεχαστεί ή να το θυμόμασταν για λίγο σαν μια γραφική περίπτωση κουτοπονηριάς, όπως το χαρακτήρισε πρόσφατα η δημοσιογράφος κ. Τρέμη. Χαρακτηρισμός ατυχής και ανεπαρκής, αφού το ΠΑΣΟΚ με τις αντιδράσεις του εναντίον της δικαστικής απόφασης αποφάσισε να εκτοξεύσει το ζήτημα Γεννηματά σε άλλες πολιτικές σφαίρες...


Οι αντιδράσεις

Ιδού λοιπόν ποια ήταν η άμεση αντίδραση του ΠΑΣΟΚ στην απόφαση του Αρείου Πάγου:

Γ. Παπανδρέου: «Οι κινήσεις πανικού της Ν.Δ. δεν μας πτοούν, δεν μας σταματούν. Η Φ. Γεννηματά παραμένει στην πρώτη γραμμή της μάχης, και σήμερα, και αύριο, για να γυρίσουμε σελίδα στην Ελλάδα, για να φέρουμε την Νέα Αλλαγή και την ελπίδα στις 17 Σεπτεμβρίου. [Πρέπει] να αποκαταστήσουμε την ανεξαρτησία και την ακομμάτιστη λειτουργία της Δικαιοσύνης» δήλωσε αρχικά, ενώ λίγες μέρες αργότερα, σε δημόσιες ομιλίες του, αναφέρθηκε σε «δικαστικά πραξικόπήματα».

Φ. Γεννηματά: «Εχουμε να κάνουμε με μία παλιά και αδίστακτη δεξιά. Μένουν ακόμη 15 ημέρες» είπε στην αρχική της δήλωση, και αργότερα εξήγησε: «Είναι η πρώτη φορά, από το 1974 μέχρι σήμερα, που ο Άρειος Πάγος δεν ανακηρύσσει υποψήφιο βουλευτή λόγω κωλύματος. Δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν αυτό, παρ’ όλο που δεκάδες υποψήφιοι είχαν εξόφθαλμα κωλύματα και κρίθηκαν στη συνέχεια από τα Εκλογοδικεία ύστερα από ενστάσεις. Κάποιοι κέρδισαν, κάποιοι έχασαν τις υποθέσεις τους στο Εκλογοδικείο, αλλά το Εκλογοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει. Το ανώτατο ειδικό δικαστήριο. Αυτή τη στιγμή δηλαδή ακυρώνεται και το ανώτατο ειδικό δικαστήριο. Δεν είναι ζήτημα νομικό, είναι καθαρά πολιτικό και σε αυτήν ακριβώς την απόφαση θα πρέπει να αντιδράσει ολόκληρος ο δημοκρατικός κόσμος της χώρας».

Ν. Αθανασάκης: «Η απόφαση είναι απαράδεκτη, αδιανόητη και προκλητική. Είναι δικαστικό πραξικόπημα. Ο Άρειος Πάγος δεν προστάτευσε το θεσμικό κύρος και την ανεξαρτησία του, ενεπλάκη ενεργά στην προεκλογική αντιπαράθεση, αποκλείοντας από το ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ την επικεφαλής του, Φώφη Γεννηματά, για δήθεν τυπικούς λόγους. Για μια ακόμα φορά γίνεται αντιληπτό ότι το πρόβλημα της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι βαθύ και εξαιρετικά κρίσιμο και υπάρχει πρόβλημα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου. Η αποκατάσταση των θεσμών θα είναι το πρώτο μέλημα της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ανεξάρτητα από αυτή την πρωτοφανή στην ιστορία της χώρας απόφαση, η Φώφη Γεννηματά θα είναι στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής μάχης σε όλη την Επικράτεια».

Κ. Λαλιώτης: «Είναι δικαστικό πραξικόπημα».

Ε. Βενιζέλος (αφού κρύφτηκε για λίγες ώρες από τα ΜΜΕ): «Κατά παράδοση τα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή τα Πρωτοδικεία, ως προς τους υποψηφίους των εκλογικών περιφερειών και ο Αρειος Πάγος, ως προς τους υποψηφίους βουλευτές Επικρατείας, δεν ελέγχουν κατά την φάση της ανακήρυξης την συνδρομή τυχόν κωλύματος, αλλά εστιάζονται στον έλεγχο των λεγομένων θετικών προσόντων εκλογιμότητας. Η ανατροπή της πρακτικής αυτής την ύστατη στιγμή, χωρίς περιθώριο δικονομικής επανόρθωσης, έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει από το ΠΑΣΟΚ την επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας, που όπως συμβαίνει σε όλα τα κόμματα, επωμίζεται έναν πολύ κρίσιμο ρόλο για το σύνολο της προεκλογικής εκστρατείας. Ο καθένας συνεπώς μπορεί να βγάλει εύκολα τα συμπεράσματά του, βλέποντας ποιο είναι το επιδιωκόμενο πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της δικαστικής κρίσης». (Και μετά εσιώπησε.)

Α. Λοβέρδος: «Για πρώτη φορά στα 33 αυτά χρόνια, ο Άρειος Πάγος εξετάζει προ των εκλογών τα κωλύματα εκλογιμότητας. Πρόκειται για απόλυτο αιφνιδιασμό τον οποίο επιχειρεί η δικαιοσύνη στο πολιτικό σύστημα της χώρας». (Και μετά επίσης εσιώπησε.)

Αυτές τις πρώτες αντιδράσεις ακολούθησε τις επόμενες 3-4 μέρες ομοβροντία δηλώσεων και τοποθετήσεων σε όλα τα ΜΜΕ από πλήθος στελεχών του ΠΑΣΟΚ, όλων των βαθμίδων της πασοκικής ιεραρχίας, όλες στο ίδιο πνεύμα και με την ίδια κεντρική θέση («δικαστικό πραξικόπημα»). Όλο το ΠΑΣΟΚ λυσσαλέα προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν ισχύει το οφθαλμοφανές, ότι όλοι το καταδιώκουν και το επιβουλεύονται, ότι είναι αθώο και οι άλλοι φταίνε για όλα. Επιτέθηκε κατά δικαίων και αδίκων, με κύριο στόχο το ανώτατο δικαστήριο και τη δικαιοσύνη γενικά. Θεώρησε δεδομένο πως ο Άρειος Πάγος ελέγχεται, μας κατέδειξε από ποιους (την «παλιά και αδίστακτη δεξιά») και προσπάθησε να αποδείξει και το γιατί, υπονοώντας πως επειδή η Νέα Δημοκρατία έβλεπε σαν Νο 1 κίνδυνο για την εκλογική της νίκη την κ. Γεννηματά αποφάσισε να κάνει «δικαστικό πραξικόπημα», διακυβεύντας τα πάντα για να την εξουδετερώσει... Το μόνο που δεν μας εξήγησε το ΠΑΣΟΚ είναι το πώς επηρρέασε η ΝΔ τον Άρειο Πάγο: μήπως λαδώνοντας τους αρεοπαγίτες, ή μήπως απειλώντας τους σαν τη μαφία;

Τα τρία βασικά «νομικά» επιχειρήματα του ΠΑΣΟΚ ήταν: α) ο Άρειος Πάγος δεν είχε αρμοδιότητα να εξετάσει τυχόν κώλυμα υποψηφιότητας, β) δεν έχει υπάρξει προηγούμενη περίπτωση αποκλεισμού υποψηφίου από τον Άρειο Πάγο τα τελευταία 33 χρόνια και γ) η σύνθεση του Α΄ τμήματος του Αρείου Πάγου που απέκλεισε την υποψηφιότητα Γεννηματά, ήταν παράτυπη, άρα η απόφαση είναι άκυρη. (Το τελευταίο αποτέλεσε καταγγελία δια στόματος του υπεύθυνου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης του ΠΑΣΟΚ Αλέκου Παπαδόπουλου, που θεωρείται κι από τους «έντιμους» του ΠΑΣΟΚ. Σκεφθείτε να ήταν και άτιμος...)

Την απάντηση στο (α) την έχω ήδη δώσει παραπάνω (Α. Μανιτάκης, ό.π.). Ως προς τα (β) και (γ), παραθέτω εδώ την απάντηση του κ. Νίκου Γερακάρη (βλ. εφημ. Μακεδονία, 5/9/2007, οι τονισμοί δικοί μου): «Ανακριβείς είναι οι ισχυρισμοί στελεχών του ΠΑΣΟΚ ότι δεν υπάρχει προηγούμενο απόφασης του Α΄ τμήματος του Αρείου Πάγου ανάλογης με την πρόσφατη, με την οποία η πρώην υπερνομάρχης Φώφη Γεννηματά αποκλείστηκε από το ψηφοδέλτιο επικρατείας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. [...] Ακριβώς το αντίθετο αποδεικνύεται από την απόφαση του ίδιου τμήματος που είχε ληφθεί προ επταετίας (λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 2000, επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη). Πρόκειται για την υπ’ αριθμ. 59/2000. Πρόεδρος ήταν ο τότε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βελλής (πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήταν ο Στέφανος Ματθίας) και μέλη ο αρεοπαγίτης και μετέπειτα πρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κάπος και οι αρεοπαγίτες Α. Κατσίφας, Κωνσταντίνος Κωστήρης και Πέτρος Κακκαλής. Με την απόφαση εκείνη [...] κόπηκαν διάφοροι συνδυασμοί, όπως ο συνδυασμός του κόμματος Έλληνες Κυνηγοί, καθώς και ορισμένοι υποψήφιοι, ενώ δύο υποψήφιοι δεν ανακηρύχθηκαν το 2000 στα ψηφοδέλτια επικρατείας δύο κομμάτων.

»[...] Χθες το ανώτατο δικαστήριο απάντησε και στους ισχυρισμούς του ΠΑΣΟΚ περί παράτυπης σύνθεσης του Α΄ τμήματος του Αρείου Πάγου. Η Χαριλάου Τρικούπη υποστήριξε ότι στη σύνθεση δεν θα έπρεπε να βρίσκεται ο αρεοπαγίτης Βασ. Ρήγας, επειδή εκτελεί καθήκοντα επιθεωρητή. Σε χθεσινή ανακοίνωση του Αρείου Πάγου επισημαίνεται ότι “οι μετέχοντες στο Α1 τμήμα δικαστές επιθεωρητές έχουν περατώσει το έργο της επιθεώρησης και ουδείς εξ αυτών ζήτησε την απαλλαγή του από τη συμμετοχή του στο Α1 τμήμα που ασχολείται ειδικώς και εκτάκτως με θέμα της εκλογικής διαδικασίας.”».

Τα συμπεράσματα είναι προφανή. Το ίδιο προφανές είναι επίσης και το γιατί η αντίδραση του ΠΑΣΟΚ, οι έξαλλες διαμαρτυρίες του περί δήθεν δικαστικού πραξικοπήματος και η «νομική» του επιχειρηματολογία έπεισαν τους πολίτες, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι στην ελληνική πολιτική ζωή είχε έρθει το τέλος της λογικής.


Οι άμεσες συνέπειες

Αυτή τη φορά το ΠΑΣΟΚ το παράκανε. Το τράβηξε πολύ το σκοινί και αυτό έσπασε, παρασύροντας τα πάντα μαζί του, και πρώτο-πρώτο το ίδιο.

Πιστεύω ότι υπάρχει μια μερίδα ελλήνων πολιτών, και μάλιστα η πιο ενημερωμένη, υγιής και μετριοπαθής πολιτικά, που πραγματικά αρρώστησε με όλα αυτά και αντέδρασε ακαριαία, δίνοντας στις εκλογές εξ αιτίας και μόνο του ζητήματος Γεννηματά ένα ισχυρό ράπισμα στο ΠΑΣΟΚ και συνακόλουθα μια καθαρή νίκη στη Νέα Δημοκρατία. Αυτό αποδεικνύεται από τις «κρυφές» δημοσκοπήσεις, που έγιναν γνωστές μετά τις εκλογές. Έτσι μάθαμε ότι το ΠΑΣΟΚ είχε πλησιάσει πάρα πολύ τη ΝΔ, αλλά αμέσως μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου και τα περί «δικαστικού πραξικοπήματος», και μέσα στις τρεις επόμενες μέρες, έχασε 8% από τη συσπείρωσή του και 3 (τρεις) ποσοστιαίες μονάδες στην πρόθεση ψήφου, απώλειες που μέχρι τις εκλογές δεν κατάφερε να ανακτήσει.

Αυτή η καταβύθιση των ποσοστών του ήταν και ο λόγος που το ΠΑΣΟΚ μετά το πρώτο τριήμερο αναδιπλώθηκε και προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα Γεννηματά, αποφεύγοντας τη δημόσια συζήτηση με σχόλια του τύπου «μα ελάτε τώρα, έχουμε σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθούμε, ας μιλήσουμε για τη φτώχεια και την καθημερινότητα...» κ.ο.κ. Επίσης προσπάθησε αόκνως να το εξισώσει με ένα άλλο θέμα φαινομενικά παρόμοιο, αυτό της κ. Πατουλίδου, με σκοπό να καταστήσει εκνευριστικό και γραφικό το άκουσμα των λέξεων «Γεννηματά και Πατουλίδου» τρακόσιες φορές τη μέρα, μέχρι που και οι δύο λέξεις να χάσουν το νόημά τους. Βέβαια τα δύο αυτά θέματα καμία σχέση δεν είχαν μεταξύ τους πέρα από τις σύμπτωσεις α) της αφορμής τους (η κατάρτιση του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ) και εξ αυτού της ταυτόχρονης εμφάνισής τους στα ΜΜΕ και β) του φύλου των πρωταγωνιστριών (το ότι ήταν μάλιστα και οι δύο γυναίκες βοήθησε στην γραφικοποίηση του πακέτου «Γεννηματά-Πατουλίδου»). Τα δύο θέματα δεν είχαν καμία σχέση και δεν μπορούν να συγκριθούν, διότι το θέμα Γεννηματά είναι μια ξεκάθαρη περίπτωση νομικής παραβατικότητας και πολιτικής ανηθικότητας ενώ το θέμα Πατουλίδου αφορούσε μόνο την αθέτηση μιας προσωπικής υπόσχεσης (έστω κι αν ο αθετών ήταν ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου). Η μεγάλη διαφορά άλλωστε των δύο θεμάτων αποδεικνύεται και από το ότι τελικά το θέμα Γεννηματά αυτονομήθηκε και συνεχίζει να μας απασχολεί, ενώ το θέμα Πατουλίδου ακολούθησε φθίνουσα πορεία στην πολιτική επικαιρότητα και ήδη σχεδόν ξεχάστηκε.

Επανερχόμαστε λοιπόν στο ζητήμα Γεννηματά.

Είναι χρήσιμο να δούμε τι εντύπωση έδωσαν στους πολίτες οι άνθρωποι που το χειρίστηκαν, προκειμένου να καταλάβουμε αν και πόσο έχει πληγεί το κύρος τους μετά τα γεγονότα, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται και για πολιτικά πρόσωπα πρώτης γραμμής, που θα ορίσουν τις μελλοντικές εξελίξεις. Άραγε λοιπόν, ποιος απ’ όλους στο ΠΑΣΟΚ το χειρίστηκε χειρότερα;

Μήπως ο κ. Λαλιώτης, που έδωσε το σύνθημα για να φωνάξουν όλοι μαζί «ήταν δικαστικό πραξικόπημα», δείχνοντας αυτός πρώτος και όλοι οι άλλοι στη συνέχεια απόλυτη περιφρόνηση σε θεσμούς και Σύνταγμα και υπενθυμίζοντας στο λαό ότι, παρά τους ευσεβείς πόθους φίλων και αντιπάλων, η ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ ήταν και παραμένει ο λαλιωτισμός και τίποτε άλλο;

Μήπως ο κ. Παπαδημητρίου, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο επιστημονικού εξευτελισμού για χάρη του ΠΑΣΟΚ και της βουλευτικής ιδιότητας;

Μήπως η κ. Γεννηματά, που ο απεχθής πολιτικός της λόγος, ο γεμάτος φανατισμό και λαϊκισμό, έρχεται κατευθείαν από το πιο παλιό ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, το οποίο οι ίδιοι προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει πια;

Μήπως ο κ. Παπανδρέου, που ούτε έστω για μια φορά, έστω και την ύστατη στιγμή, δεν κατόρθωσε να ορθώσει το ανάστημά του και να υπερβεί επιτέλους τον λαλιωτισμό αλλά προτίμησε να συμπλεύσει μαζί του παραμένοντας άβουλος, ασήμαντος και ψεύτης;

Ή μήπως, τέλος, οι κ.κ. Βενιζέλος και Λοβέρδος;

Προσωπικά, αγαπητοί αναγνώστες, ψηφίζω εδώ Βενιζέλο και Λοβέρδο.

Όλοι οι προηγούμενοι ήταν πάνω-κάτω ο γνωστός τους εαυτός, μέλη ενός κόμματος που μας έχει συνηθίσει να περιμένουμε τα πάντα απ’ αυτό όταν στριμωχτεί. Το παράκαναν λίγο τώρα, αλλά η αθλιότητα και το ψέμα δεν μετριούνται με τη μεζούρα, καμιά φορά ξεφεύγει κανείς. Ακόμα και ο κ. Παπαδημητρίου μπορεί να ξεπέρασε κάθε κανόνα επιστημονικής δεοντολογίας και να είπε αυτά που είπε, αλλά τέλος πάντων δεν διεκδικεί και τα ανώτατα αξιώματα της χώρας και έτσι λογοδοτεί σε περιορισμένο κύκλο.

Οι δύο άλλοι συνταγματολόγοι, όμως; Τι δικαιολογία έχουν που σιώπησαν για το θέμα αυτό της απολύτου αρμοδιότητάς τους για δύο ολόκληρες εβδομάδες (που ήταν μάλιστα οι τελευταίες της προεκλογικής περιόδου); Και γιατί μόνο μετά τις εκλογές ένιωσαν ...ελεύθεροι να δηλώσουν πως η κ. Γεννηματά είχε κώλυμα; Οι κ.κ. Βενιζέλος και Λοβέρδος, με τις αρχηγικές φιλοφοξίες και τις επιστημονικές περγαμηνές, τι μήνυμα έδωσαν στους πολίτες; Έδωσαν φυσικά το μήνυμα πώς δύο από τους πλέον ισχυρούς άνδρες της πολιτικής ζωής, υποψήφιοι τώρα ή στο ορατό μέλλον για τα ύπατα αξιώματα της χώρας και έγκριτοι επιστήμονες, δεν είχαν τη στοιχειώδη γενναιότητα ή εντιμότητα να υποστηρίξουν την επιστημονική τους άποψη για ένα τόσο σοβαρό και ξεκάθαρο θέμα. Έδωσαν επίσης το μήνυμα, αφού το απέδειξαν και στην πράξη, πως είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το επιστημονικό τους κύρος και την προσωπικότητά τους συνολικά στο κομματικό συμφέρον (από πότε το κομματικό συμφέρον μετατράπηκε σε ιδανικό που είναι τιμή να το υπηρετείς και να θυσιάζεσαι για χάρη του, δεν το κατάλαβα... Ο κ. Βενιζέλος πάντως, εκτός από εμπράκτως, υπερασπίστηκε αυτή την αρχή αναλυτικά και σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον κ. Ευαγγελάτο). Αλλά και σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, ο κάθε πολίτης δικαίως αναρωτιέται πώς αυτοί οι συνταγματολόγοι (και οι τρεις αυτή τη φορά) θα ξαναντικρύσουν τους φοιτητές τους, πώς θα ξαναμπουν σε αίθουσα να διδάξουν, πως θα γνωμοδοτήσουν ξανά για νομικά ζητήματα... Προφανώς δεν σκοπεύουν να ξαναπατήσουν στο πανεπιστήμιο, μα έτσι κι αλλιώς δεν θα ντρέπονται τον κόσμο;

Πέρα όμως από τα πρόσωπα και τη συμπεριφορά τους παρατηρούμε, όπως προανέφερα, πως το ζήτημα Γεννηματά έχει μια τάση να έρχεται και να ξανάρχεται στο προσκήνιο, σα να θέλει να μας πει πώς η σημασία του είναι ακόμα πιο μεγάλη από ό,τι υποψιαζόμαστε.


Οι έμμεσες συνέπειες

Πράγματι, οι αλυσιδωτές του συνέπειες μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές σε όλο το τεράστιο εύρος τους. Ήδη φαίνεται πως το ζήτημα Γεννηματά κόστισε στο ΠΑΣΟΚ την μεγαλύτερη εκλογική ήττα στην 33χρονη ιστορία του. Και όσο το ΠΑΣΟΚ δεν το αντιλαμβάνεται, ώστε να προχωρήσει σε ομολογία ενοχής και ειλικρινή μετάνοια τόσο για την παραβίαση του Συντάγματος όσο και για την επίθεση εναντίον του θεσμού της δικαιοσύνης που «τόλμησε» να την αποκαλύψει, το ζήτημα Γεννηματά δεν θα μπορέσει να ξεπεραστεί.

Αντίθετα, θα στοιχειώνει και θα ματαιώνει κάθε προσπάθεια ανανέωσης αυτού του κόμματος διότι, ευτυχώς για τη δημοκρατία, ο λαός ξέρει ποια είναι η αλήθεια. Ας μην ψάχνουν να βρουν τα αίτια της ήττας της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 σε πολιτικές θέσεις και πρόσωπα κι ας καταλάβουν πως οι εκλογές αυτές ίσως αποδειχτούν οι σημαντικότερες της μεταπολίτευσης. Διότι για πρώτη φορά σ’ αυτά τα 33 χρόνια ηττήθηκε κατά κράτος ο λαλιωτισμός και μαζί μ’ αυτόν το ΠΑΣΟΚ, αφού δυστυχώς ταυτίστηκε για άλλη μια φορά μαζί του. Η λαλιωτική νοοτροπία αποτελούσε (και απ’ ό,τι φαίνεται εξακολουθεί να αποτελεί) τον πιο βαθύ και σκοτεινό αλλά συγχρόνως και τον πιο συμπαγή και ισχυρό πολιτικο-ιδεολογικό πυρήνα αυτού του κόμματος, από ιδρύσεώς του. Είναι μια νοοτροπία και μια πρακτική που έχει δημιουργήσει πολιτική σχολή, η οποία διδάσκει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και ότι πολιτικοί μπορούν (μάλλον επιβάλλεται, για ένα κόμμα εξουσίας) να χειραγωγούν τους πολίτες, να χρησιμοποιούν οργουελικά τη γλώσσα, να λένε ψέμματα και να εξαπατούν, να παραβιάζουν νόμους, να αγνοούν θεσμούς, να υποτάσσουν την προσωπικότητά τους στην κομματική σκοπιμότητα με μόνο σκοπό να αποκτήσουν και να κρατήσουν την εξουσία. Μέσα σε αυτή τη δημαγωγική πολιτική σχολή, που μάλιστα ονομάστηκε παλαιότερα και «πολιτικό χάρισμα του Ανδρέα Παπανδρέου», σπούδασαν και ανδρώθηκαν όλοι τους, τα στελέχη, τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ. Είναι αυτή η νοοτροπία που σήμερα δημιούργησε το απόστημα Γεννηματά και αύριο είναι πανέτοιμη για ακόμη χειρότερα, αφού το είδος αυτό της ανηθικότητας δεν έχει όρια.

Όμως η νοοτροπία αυτή ηττήθηκε, το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε και η υπόθεση Γεννηματά γύρισε μπούμεραγκ. Αυτό δείχνει ολοκάθαρα πως ο λαλιωτικός τρόπος άσκησης πολιτικής εκτός από ανήθικος δεν είναι πλέον ούτε αποτελεσματικός. Αν το ΠΑΣΟΚ δείξει πως έχει καταλάβει αυτή την απλή αλήθεια και έμπρακτα προχωρήσει σε κάθαρση, τότε ίσως να έχει κάποια ελπίδα και ίσως το όνομα «Γεννηματά» διασωθεί από το μαύρο μέλλον που το περιμένει.

Είναι πιθανό, τέλος, το ζήτημα Γεννηματά να οδηγήσει έμμεσα σε μείζονες πολιτικές εξελίξεις, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η ήττα της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 ήδη οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε μια πρωτοφανή κρίση (ανάλογη της ήττας που υπέστη), η οποία κανείς δεν ξέρει τι συνέπειες θα έχει για το ίδιο το κόμμα αλλά και συνολικά για το πολιτικό μας σύστημα. Είναι πιθανό η ενδεχόμενη αποδυνάμωση ή διάσπαση του μεγάλου αυτού κεντροαριστερού κόμματος να οδηγήσει σε αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τη ΝΔ, η οποία εξ αυτού αργά ή γρήγορα θα αποκτήσει καθεστωτική νοοτροπία, που με τη σειρά της θα οδηγήσει τον λαό σε νέο αντιδεξιό σύνδρομο, το οποίο θα δημιουργήσει εκ νέου οξύτητες, στρεβλώσεις, δημαγωγία και πάει λέγοντας... Δηλαδή πάνω που επιτέλους ο φαύλος κύκλος της μεταπολίτευσης φάνηκε να σπάει, κυρίως λόγω της απενοχοποίησης της δεξιάς ιδεολογίας, και φάνηκε πως η δημοκρατία μας θα μπει σε μια νέα περίοδο ωριμότητας και νηφαλιότητας προσεγγίζοντας τα ευρωπαϊκά πολιτικά ήθη (μια προοπτική άλλωστε τόσο ορατή ώστε τα ΜΜΕ την ανέφεραν ως «το τέλος του κύκλου της μεταπολίτευσης»), αυτός ο φαύλος κύκλος φαίνεται να ξανακλείνει. Είναι λοιπόν πιθανό να οδηγηθούμε σε μια πολιτική οπισθοδρόμηση που θα κρατήσει δεκαετίες, με συνέπειες ανυπολόγιστες.

Για όλα αυτά, εαν και εφ’ όσον επαληθευτούν, δεν θα φταίει βέβαια το έλασσον επεισόδιο όπου ατύχησε να πρωταγωνιστήσει η κ. Φώφη Γεννηματά αλλά οι χειρισμοί του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με αυτό. Την ευθύνη θα έχουν δηλαδή όλοι εκείνοι που, αντί να παραδεχτούν το λάθος τους, έσπευσαν να μιλήσουν για «δικαστικό πραξικόπημα» και την θέση αυτή επιμένουν πεισματικά να μην ανακαλούν.


(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2007 στο περιοδικό "Νέα Πολιτική", τεύχος 24. Στην δημοσίευση αυτή έγιναν, με την απόλυτη συγκατάθεση της γράφουσας, κάποιες αλλαγές σε αιχμηρές εκφράσεις που δεν εναρμονίζονταν με το ύφος και την πολιτική του εντύπου και οι οποίες _καλώς_ κρίθηκε πως θα μπορούσαν να επισύρουν δικαστικές κυρώσεις. Εδώ δημοσιεύεται στην αρχική του μορφή, με την ελπίδα πως τα θιγόμενα πρόσωπα θα δείξουν επιείκια.)

Η ελληνική απάντηση στους «300»

Πολύς ντόρος έχει γίνει τελευταία με αφορμή την προβολή της ταινίας «300» (παραγωγής Warner Bros., σε σκηνοθεσία Ζακ Σνάιντερ, βασισμένο στο ομώνυμο κόμικ του Φρανκ Μίλερ, που εκδόθηκε το 1998).

Ντόρος τέτοιος, που οδήγησε τους διαχειριστές του δικτυακού τόπου του «Αθηνοράματος» (του γνωστού περιοδικού ενημέρωσης για θέματα ψυχαγωγίας που διατηρεί ανοιχτό «forum» κριτικής ταινιών και ανταλλαγής απόψεων από το κοινό) να κλείσουν το φόρουμ της συγκεκριμένης ταινίας. Πήραν δε εύλογα αυτή την πρωτοφανή απόφαση αφού πρώτα (καλώς) λογόκριναν σβήνοντάς τα χιλιάδες υβριστικά μηνύματα θεατών, που επιτίθεντο με χυδαία χουλιγκανική μανία ο ένας εναντίον του άλλου και όλοι μαζί εναντίον επαγγελματιών κριτικών που είχαν, οι ατυχείς, διαφορετική άποψη από τους «δημοκρατικούς» τους αναγνώστες. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι τα μηνύματα-κριτικές που παρέμειναν στην ιστοσελίδα μετά από όλα αυτά ξεπερνούν τις 4.500, μέσα σε 13 μόλις ημέρες (1 έως 13 Μαρτίου). Βάσει αυτών, και με μια μετριοπαθή εκτίμηση αν η ιστοσελίδα συνέχιζε κανονικά και χωρίς «ψαλίδι», σήμερα οι κριτικές των θεατών θα μετριόταν σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες (!!), πλήθος αρκετό για μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική ανάλυση.

Το παρόν κείμενο δεν σκοπεύει να κάνει μια ακόμη κριτική στην ταινία, αφού οι κριτικές σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ είναι άφθονες για όποιον ενδιαφέρεται. Πολύ συνοπτικά αναφέρω πως προσωπικά την βρήκα μια καλοφτιαγμένη ταινία, με άκρως ενδιαφέρουσα αισθητική, αλλά απλοϊκό και μονοδιάστατο σενάριο και άκρως ύποπτο timing παραγωγής και προβολής. Από αυτό εδώ το βήμα όμως θα ήθελα να δώσω μια άλλη πλευρά για το θέμα: μια άποψη, φοβάμαι, πολιτικά μη ορθή για τους υποψιασμένους κινηματογραφόφιλους (νεοελληνιστί σινεφίλ) αναγνώστες.

Η έμπνευση για αυτό το σχόλιο μου ήρθε την 25η Μαρτίου, αφού για πολλοστή φορά παρακολούθησα στην τηλεόραση την ελληνική ταινία του 1971 «Παπαφλέσσας: Η μεγάλη στιγμή του ’21» (παραγωγή Τζέιμς Πάρις, σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο). Την ταινία αυτή τη βλέπω κάθε χρόνο, όταν την πετυχαίνω (ανήκω σ’ αυτούς που βλέπουν όσες από τις επετειακές-εορταστικές, χριστουγεννιάτικες, πασχαλινές, για το ’40, για το ’21 κ.λπ., ταινίες προλαβαίνουν, άσχετα με την ιδεολογία που εκφράζει κάθε ταινία, απλώς γιατί τους αρέσουν).

Αφού λοιπόν απόλαυσα και φέτος τον Παπαφλέσσα μου, κι αφού είχα προ ημερών παρακολουθήσει και τους «300» καθώς και τον χαμό που τους ακολούθησε, σκέφτηκα πως μια σύγκριση μεταξύ των δύο ταινιών θα ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, αφού στο κάτω-κάτω πραγματεύονται το ίδιο θέμα, απλώς σε διαφορετική ιστορική περίοδο (Θερμοπύλες οι «300», Μανιάκι ο «Παπαφλέσσας»). Και το πιο ενδιαφέρον είναι πως τελικά το αποτέλεσμα της σύγκρισης αυτής ήταν, να μην πω συντριπτικά, να πω σαφώς καθαρά υπέρ του Παπαφλέσσα (εδώ επαφίεμαι στην επιείκια της σινεφίλ κοινότητας...).

Και εξηγούμαι, προσπερνώντας το θέμα «βασισμένο σε κόμικ» που τελικά κανέναν θεατή δεν αφορά, ούτε είναι υποχρεωμένος να το γνωρίζει ή να το διαβάσει για να έχει άποψη για την ταινία. Είναι σα να λέμε «δείξτε επιείκια για την ταινία, δεν φταίει, το κόμικ έτσι είναι», αλλά φταίει, προφανώς. Στην ιστορία του σινεμά έχουν υπάρξει αμέτρητες αριστουργηματικές μεταφορές λογοτεχνίας, που χωρίς να προδώσουν τα πρωτότυπα έργα τα προχώρησαν, και μερικές φορές τα ξεπέρασαν — βλ. π.χ. το «Δρ Ζιβάγκο», βασισμένο στο βιβλίο του Μπόρις Πάστερνακ. Γενικά πιστεύω πως κάθε έργο τέχνης σε πρώτη φάση πρέπει να κρίνεται αυτόνομα, και μόνο σε δεύτερη βάσει των συνθηκών κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε, τον τόπο, το χρόνο, τις προηγούμενες αναφορές-εμφανίσεις του θέματός του κ.λπ. Έτσι, με βάση αυτή την άποψη, προχωρώ στην σύγκριση αυτή.

Α) Από άποψη σεναρίου (το βασικότερο συστατικό μιας ταινίας, εκτός ειδικών περιπτώσεων στις οποίες δεν ανήκουν οι «300» παρά το ιδιαίτερο βάρος τους στην αισθητική), ο «Παπαφλέσσας» σκίζει! Δεν ξέρω αν ιστορικά είναι ακριβής η περιγραφή της προσωπικότητας του Δικαίου —δεν είμαι ιστορικός ώστε να γνωρίζω το ζήτημα σε βάθος— αλλά στην ταινία είναι αληθοφανής και οπωσδήποτε συναρπαστική από δραματική άποψη. Παρουσιάζεται γεμάτος αντιφάσεις: άνθρωπος φλογερός, παθιασμένος αλλά και υπολογιστής, γεμάτος χριστιανική αγάπη αλλά και εμπαθής, με τεράστιο όραμα αλλά και μεγάλη ματαιοδοξία, ικανός για το μεγαλύτερο και για το μικρότερο. Συνολικά μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική προσωπικότητα, συγκλονιστική στην περιπλοκότητά της. Εκτός όμως από την απόδοση, ιστορική και ανθρώπινη, της προσωπικότητας του ήρωα το σενάριο αυτό είναι, ως δημιούργημα, γεμάτο από αρετές: φοβερά δεμένο, πυκνό, στιβαρό στον λόγο και στην πλοκή, πολύ πλούσιο σε πληροφορίες και στην απόδοση πολυποίκιλων και χαρακτηριστικών λεπτομερειών για τα γεγονότατα και τον ψυχισμό όλων των προσώπων που εμφανίζονται σ’ αυτό. Αυτό το τελευταίο μάλιστα, δηλαδή η επεξεργασία σε τόσο βάθος των δευτερευόντων χαρακτήρων (Κανέλλος Δεληγιάννης, Κολοκοτρώνης, Αναγνωστόπουλος, Δράμαλης και Ιμπραήμ πασάς κ.ά.) είναι υποδειγματική και θα αποτελούσε νομίζω άριστο υλικό μελέτης για σύγχρονους σεναριογράφους.

Για το σενάριο των 300 δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να πει κάτι θετικό, αφού είναι η επιτομή της μονοδιάστατης σχηματικότητας, φοβερά προβλέψιμο, υπερβολικά λιγόλογο και τελικά σχεδόν βαρετό. Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, αλλά λακωνικότητα σίγουρα δεν σημαίνει την ανυπαρξία πλοκής και βάθους χαρακτήρων των «300»! Και πάλι λέω εδώ, ας μην ειπωθεί ότι «έτσι είναι το κόμικ»... Διότι ακόμη και στο «Αστερίξ και Κλεοπάτρα» έβαλαν ένα σωρό σεναριακά ευρήματα για να βγει μια ευπρεπής ταινία δύο ωρών, και είχαν και για πρώτη ύλη έναν τεράστιο Gossiny, όχι τον απλώς αξιόλογο Miller! Στις διάφορες μεταφορές κόμιξ που έχουν γυριστεί, από τον Σούπερμαν, τον Μπάτμαν και τον Σπάιντερμαν μέχρι τον Αστερίξ που προανέφερα, τα σενάρια ήταν πλήρως διασκευασμένα, και πολλά πολύ αξιόλογα. Καταλήγει κανείς να αναρωτιέται εύλογα αν κατ’ αρχήν μπορεί ένα κόμικ να μεταφερθεί πιστά στο σινεμά δίνοντας μια αξιόλογη ταινία, αφού ο κινηματογράφος είναι σαφώς ένα πολύ πιο πολυδιάστατο και απαιτητικό είδος τέχνης από το αφηγηματικό σκίτσο.

Συμπερασματικά λοιπόν, από την άποψη του σεναρίου ο «Παπαφλέσσας» νικά κατά κράτος τους «300».

Β) Σχετικά με την ακρίβεια του ιστορικού πλαισίου της αφήγησης στις δύο υπό σύγκριση ταινίες, επίσης δεν είμαι ειδική. Υπάρχουν κάποιες αδυναμίες όπως, π.χ., στον «Παπαφλέσσα», η αναφορά της συμβατικής εορταστικής ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου ως της πραγματικής ημερομηνίας που έγινε η επίσημη έναρξη του Αγώνα (είναι γνωστό πως η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος καθιερώθηκε 17 χρόνια μετά, το 1938, με σχετικό διάταγμα του Όθωνα). Επίσης και στους «300», όπου π.χ. αφ’ ενός δεν αναφέρονται καθόλου οι 700 Θεσπιείς και αφ’ ετέρου παραμορφώνεται τελείως, σε κυριολεκτικά τερατώδη βαθμό, η εικόνα των Περσών και ο ίδιος ο Ξέρξης.

Η σύγχρονη πολιτικά ορθή τάση της μόδας επιτάσσει να βγάζουμε σπυριά όταν πέφτουμε πάνω σε τέτοιες (ηθελημένες) ανακρίβειες και να αρχίζουμε να κραυγάζουμε εναντίων των εθνικιστών και πατριδοκάπηλων που διαστρεβλώνουν την ιστορία. Εν πάσει περιπτώσει εγώ, παρ’ όλο που δεν μέμφομαι την πολιτική ορθότητα εν γένει, δεν αποτροπιάζομαι με τα παραπάνω. Δεν με πειράζει δηλαδή αν για λόγους κινηματογραφικής (ή και ιστορικής, τελικά, στη σχολική κυρίως βιβλιογραφία) οικονομίας συμπυκνώνονται σε μία συμβολική ημερομηνία γεγονότα μερικών εβδομάδων όπως αυτά του Μαρτίου 1821, ή αποσιωπούνται οι Θεσπιείς για να λάμψει ακόμη πιο πολύ το ανδραγάθημα των Σπαρτιατών και να ενισχυθεί έτσι η παραδειγματική του επίδραση στους επιγόνους. Θεωρώ αυτές τις συμβάσεις αποδεκτές και καθόλου αξιοκατάκριτες, ακόμη κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταγράφονται λανθασμένες πληροφορίες στο συλλογικό υποσυνείδητο από πανίσχυρα μέσα όπως ο κινηματογράφος.

Όλα τα παραπάνω λάθη, λοιπόν, κατα την άποψή μου δικαιολογούνται και στις δύο ταινίες εξίσου.

Υπάρχει όμως ένα σημείο στους «300» που, κατ’ εμέ, δεν δικαιολογείται: Η διαστρέβλωση του πολιτεύματος της Σπάρτης. Διαστρέβλωση τόσο τεράστια, που και ο πιο καλόπιστος αναγκάζεται να αναρωτηθεί ποιούς σκοπούς των δημιουργών της ταινίας εξυπηρέτησε. Όι Έφοροι παρουσιάζονται (στην ταινία και στο κόμικ) σαν αιωνόβια, λεπρικά και σχεδόν εξωανθρώπινα εξαμβλώματα, αποκομμένα κυριολεκτικά από τη σπαρτιατικό Δήμο αφού κατοικούσαν σε δυσπρόσιτα βουνά, πλάσματα ακόλαστα, γεμάτα αποκρυφισμό, λαγνεία και απληστία για χρυσό και εξουσία, αδιάφορα για αξίες όπως η τιμή και η ελευθερία της πόλης. Δεν αναφέρεται ακριβώς, αλλά προκύπτει σαφώς πως κατείχαν την εξουσία για ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα, ισόβια, ίσως και αιώνια, καθισμένοι αυθαίρετα στο σβέρκο του λαού και ενεργώντας αποκλειστικά ιδιοτελώς. (Είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα οι 5 Έφοροι ήταν πολίτες της Σπάρτης, εκλέγονταν από το Δήμο και είχαν θητεία αυστηρά ενός έτους, χωρίς δυνατότητα επανεκλογής). Επίσης, τα συλλογικά όργανα του Δήμου της Σπάρτης εμφανίζονται απολύτως άβουλα και χειραγωγούμενα από επιτήδειους λαοπλάνους ενώ ο Λεωνίδας παρουσιάζεται ως ένας απόλυτος μονάρχης που, ενεργώντας πραξικοπηματικά, αψήφισε νόμους και Δήμο και παίρνοντας 300 πολεμιστές ξεκίνησε από μόνος του για τον πόλεμο. (Είναι επίσης γνωστό πως όλα αυτά θα ήταν απλώς αδύνατα, διότι το σπαρτιατικό πολίτευμα διέθετε δύο βασιλείς, καθώς και πανίσχυρους αλληλο-ελεγχόμενους θεσμούς όπως η Γερουσία και η Απέλλα: συνολικά, ένα πολίτευμα που, αν και όχι απόλυτα δημοκρατικό σαν της Αθήνας, πάντως θωρακισμένο απέναντι σε τέτοιες αυθαιρεσίες). Όλες αυτές οι βαριές ιστορικές ανακρίβειες αναγκάζουν τον καλόπιστο θεατή που προανέφερα να ξαναθυμηθεί διάφορες ανθελληνικές θεωρίες παγκοσμίων συνομωσιών, που είναι προσανατολισμένες στο να αμαυρώσουν τα αρχαία ελληνικά πολιτεύματα. Θεωρίες οπωσδήποτε εξωφρενικές, αναληθοφανείς και απεχθείς, αλλά πάντως διατυπωμένες και συζητημένες ευρύτατα τα τελευταία χρόνια.

Έτσι, λοιπόν, το συμπέρασμα κι εδώ είναι αβίαστο: ο «Παπαφλέσσας» είναι ιστορικά πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από τους «300» —σε ό,τι αφορά τουλάχιστον θέματα ουσίας με πολιτικές προεκτάσεις— και, επιπλέον, δίνει κι ένα πλήθος ιστορικών αναφορών, γεγονότων, λεπομερειών και γενικά πληροφοριών, που λείπουν τελείως από τους ανούσιους, πλην των εντυπωσιακών μαχών, «300».

Γ) Από άποψη σκηνοθεσίας: Εδώ μπαίνουν πολλές παράμετροι, πρέπει να συνυπολογιστεί η παλαιότητα του «Παπαφλέσσα», τα μέσα της εποχής του κ.λπ., αλλά δεν θα επεκταθώ πολύ. Λέω μόνο ότι και οι δύο ταινίες ήταν άρτιες και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δικαίωσε τις προθέσεις των δημιουργών και τις προσδοκίες των θεατών τους. Οι «300» κέρδιζαν στην απόδοση των μαχών, ο «Παπαφλέσσας» στην απόδοση των χαρακτήρων και την ψυχωμένη αφήγηση των γεγονότων. Το πατριωτικό πάθος, ας πούμε ότι αποδόθηκε εξίσου καλά και στις δύο, οπότε έχουμε ισοπαλία!

Δ) Κάπου εδώ πρέπει να δούμε και τις ερμηνείες: ο Παπαμιχαήλ έκανε την ερμηνεία της ζωής του, μια απίστευτη ερμηνεία για μεγάλα βραβεία, και όλο το υπόλοιπο καστ έβγαλε τον καλύτερό του εαυτό. Από την άλλη μεριά οι ηθοποιοί στο «300» δεν είχαν και πολλά να κάνουν μ' αυτούς τους άδειους δραματικά, μονοδιάστατους και ανούσιους ρόλους, με την αδύναμη εξαίρεση του βασιλικού ζεύγους.

Ε) Σκηνικά-κοστούμια: Κατά τη γνώμη μου ο «Παπαφλέσσας», σε σχέση με τα μέσα της εποχής του στην Ψωροκώσταινα, ήταν ένα πραγματικό επίτευγμα, αφού δεν μπορώ να φανταστώ τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει η παραγωγή σε μια τέτοια ταινία! Και οι «300» ήταν εντυπωσιακοί, αλλά πολύ πλαστικοί για τα γούστα μου και, σε κάθε περίπτωση, άλλο το ραφτό θεατρικό κοστούμι και άλλο το ψηφιακό. Με λίγα λόγια, νομίζω πως για να είναι μια σύγχρονη αμερικάνικη παραγωγή εφάμιλλη του «Παπαφλέσσα» στον τομέα αυτό, τηρουμένων ξαναλέω των αναλογιών, θα έπρεπε να είναι, για παράδειγμα, πιο κοντά στο επιπέδο του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Οι «300» όμως ούτε που πλησίασαν σ’ αυτά τα πρότυπα.

ΣΤ) Μουσική: Προτιμώ σαφώς την συγκινητική μουσική του Καπνίση από του Bates.

Z) Τελευταία άφησα την ιδεολογική σύγκριση, δηλαδή την σύγκριση των ιδεολογημάτων, των αξιών και των αρχών, όπως εκφράζονται μέσα από τις δύο ταινίες. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, οι αρετές όπως ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, η ανδρεία, η προσωπική και στρατιωτική τιμή, η επιδίωξη της απόκτησης ή της διατήρησης της ελευθερίας με κάθε τίμημα και η αναγνώρισή της ως ύψιστη αξία κ.ά. παρουσιάζονται και εξυμνούνται επαρκώς και εξίσου και από τις δύο.

Καθώς όμως θεωρώ σημαντική παράμετρο για την κρίση ενός έργου τέχνης το βάθος ή, αντίθετα, την μονολιθικότητα με την οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει τα πράγματα, πρέπει να επισημάνω ότι στον «Παπαφλέσσα» αποφεύγεται σχεδόν τελείως η σχηματική αντίθεση καλού-κακού. Συναντάμε δηλαδή στην ταινία αυτή συνεχώς γκρίζες ζώνες αμφιθυμίας: στην ηθική των χαρακτήρων, στα κίνητρά τους, στις αποφάσεις τους, ακόμη και στα αποτελέσματα των πράξεών τους (ο Ιμπραήμ φιλάει τον νεκρό Παπαφλέσσα). Όλα αυτά επιδέχονται πολλές ερμηνείες και της χαρίζουν μεγάλο ιδεολογικό βάθος και ενδιαφέρον. Από την άλλη μεριά, στους «300» η αντίθεση καλού-κακού είναι εντελώς ακραία και τόσο σχηματική και υπερβολική που δεν αντέχει σε οποιαδήποτε σοβαρή κριτική. Αυτή η μονολιθικότητα, που σκηνοθετικά της δίνει δύναμη, ιδεολογικά αποτελεί και τη μεγάλη αδυναμία αυτής της ταινίας.

Τέλος, πρέπει να γίνει ένα σχόλιο για την πιθανή εκ του πονηρού εκμετάλλευση της ιδεολογίας των δύο ταινιών από την πολιτικο-κοινωνική συγκυρία της εποχής τους.

Σχετικά με τους «300», νομίζω πως δύο συμπεράσματα μπορούν να βγουν αβίαστα: Πρώτον, ο δημιουργός του κόμικ δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για προσπάθεια πολιτικής προπαγάνδας, αφ’ ενός διότι το κόμικ σαν μέσο επικοινωνίας είναι πολύ περιορισμένης εμβέλειας και αφ’ ετέρου διότι δημοσιεύτηκε το 1998, σε μια εποχή πιο ανύποπτη πολιτικά από τη σημερινή, αφού η τότε επιθετικότητα των ΗΠΑ εναντίον της Μέσης Ανατολής ήταν μικρότερης κλιμακας από ό,τι σήμερα. Ο κομίστας Miller έχει μια γνήσια λατρεία για τις Θερμοπύλες και τη Σπάρτη γενικώς και την εξέφρασε με καλλιτεχνική ελευθερία ή, έστω, άγνοια, αλλά χωρίς πολιτική υστεροβουλία. Δεύτερον, το γεγονός ότι η τεράστια αμερικάνικη εταιρία παραγωγής Warner Bros. χρηματοδότησε και έβγαλε στις αίθουσες την ταινία το 2007 —εννέα ολόκληρα χρόνια μετά τη δημοσίευση του κόμικ και σε μια εποχή τεράστιας κλιμάκωσης των γεωστρατηγικών αμερικανικών επιδιώξεων στη Μέση Ανατολή και ειδικά στο Ιράν— δεν μπορεί θεωρηθεί τυχαίο. Για άλλη μια φορά πρέπει κανείς να είναι πάρα πολύ καλόπιστος για να μην συσχετίσει το σχήμα «“καλοί, ανδρείοι και πανέμορφοι Σπαρτιάτες που πεθαίνουν με τιμή για την ελευθερία” εναντίον “κακών, απολίτιστων και τερατόμορφων Περσών που απειλούν τον πολιτισμένο κόσμο”» με τον επαπειλούμενο σύγχρονο περσικό πόλεμο και την ανάγκη δικαιολόγησής του στην διεθνή κοινή γνώμη.

Ο «Παπαφλέσσας», με τη σειρά του, από ό,τι ξέρω επίσης θεωρείται πως επί χούντας χρησιμοποιήθηκε για άσκηση προπαγάνδας από τους συνταγματάρχες. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πως επειδή το σχήμα «πατριώτης δεξιός» εναντίον «αντιπατριώτη κομμουνιστή» υπήρχε μόνο στη φαντασία των συνταγματαρχών, έργα όπως ο «Παπαφλέσσας» καθόλου τελικά δεν εξυπηρέτησαν τη χούντα, δεν της ανέβασαν δηλαδή τη δημοτικότητα μέσω της έξαρσης του πατριωτισμού όπως επεδίωκε. Δυστυχώς αντίθετα έγιναν τα πράγματα, δηλαδή η υποστήριξη της χούντας δυσφήμισε ένα πλήθος αξιόλογης καλλιτεχνικής παραγωγής στιγματίζοντάς την ως «χουντική», και αργότερα απλώς «δεξιά» και «εθνικόφρονη». Μια δυσφήμιση, της οποίας ο απόηχος ως γνωστόν φτάνει μέχρι και τις μέρες μας. Σε μια τέτοιου είδους δυσφήμιση βέβαια, σε παγκόσμιο τώρα επίπεδο, έχει ήδη πέσει και το «300», ταυτιζόμενο με την αντι-ιρανική προπαγάνδα των ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παγκόσμιας εμβέλειας προπαγάνδα των ΗΠΑ μέσω των «300» μάλλον δεν μπορεί να συγκριθεί με την τοπικής εμβέλειας προπαγάνδα της χούντας, αν και οι προθέσεις είναι εξίσου καταδικαστέες.

Συμπερασματικά λοιπόν, και σαν αποτέλεσμα όλης της προηγούμενης ανάλυσης για τα επιμέρους χαρακτηριστικά των δύο αυτών ταινιών, φαίνεται καθαρά ότι οι «300», ακόμα κι αν δεν τους βάραινε η υποψία της χρήσης τους ως προπαγανδιστικού εργαλείου των ΗΠΑ, δεν είναι δα και κανένα αριστούργημα. Ο «Παπαφλέσσας» όμως, για τα μέτρα της εποχής και του τόπου που δημιουργήθηκε, ήταν!


(Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Μάρτιο του 2007 και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2007 στο περιοδικό "Νέα Πολιτική", τεύχος 20.)